- ἀντίληψιν
- ἀντίληψιςreceiving in turnfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
подъ˫атиѥ — ПОДЪ˫АТИ|Ѥ (5*), ˫А с. 1.Поднятие (больных), исцеление: подъ˫атьѥ недужны(х) (νοσοκομία) ГБ к. XIV, 152г. 2. Принятие, вмещение: се бо слово образно б҃ъ. преводнѣ же б҃ословье. недостоины(м) же страшно е(с) по ес(с)тву. ѡгнь бо е(с) пожага˫а.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κατακομιδή — κατακομιδή, ἡ (Α) [κατακομίζω] 1. η μεταφορά στην παραλία εμπορευμάτων για εξαγωγή («χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν κατακομιδήν τῶν ὡραίων καὶ πάλιν ἀντίληψιν ὧν ἡ θάλασσα τῇ ἠπείρῳ δίδωσι», Θουκ.) 2. η μεταφορά στην πατρίδα 3. η αποστολή («πρὸς… … Dictionary of Greek
μακραίνω — και μακρύνω (Α μακρύνω, Μ μακραίνω) [μάκρος] 1. δίνω σε κάτι έκταση ή διάρκεια, παρατείνω (α. «πολύ τή μάκρυνες την περιγραφή» β. «οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐμάκρυναν τὴν ἀνομίαν αὐτῶν», ΠΔ) 2. θέτω μακριά ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, απομακρύνω, απωθώ, αποσύρω … Dictionary of Greek